- κλιμακοφόρος
- κλῑμᾰκο-φόρος, ον,A bearing a ladder, Plb.10.12.1, D.S.18.33, App.Mith.26.2 bearing on a bier, Hsch. (κλιματ-cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλιμακοφόρος — bearing a ladder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακοφόρος — ο (AM κλιμακοφόρος και κλιμακηφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει κλίμακες («ἐπακολουθούντων... κλιμακοφόρων δι ὧν ἔμελλε τὴν τειχομαχίαν ποιεῑσθαι», Διόδ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακοφόρος χώρος» το κλιμακοστάσιο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κλιμακηφόρος ὁ… … Dictionary of Greek
κλιμακοφόροι — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακοφόροις — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακοφόρων — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακηφόρος — κλιμακηφόρος, ον (Α) βλ. κλιμακοφόρος … Dictionary of Greek